Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πέπερι
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιστευμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
View word page
πεπλασμένως
artificially, by pretence

ShortDef

artificially, by pretence

Debugging

Headword:
πεπλασμένως
Headword (normalized):
πεπλασμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπλασμενως
IDX:
68065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68066
Key:

Data

{'content': 'artificially, by pretence'}