Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεπασμός
πέπειρα
πέπειρος
πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πέπερι
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιστευμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
View word page
πεπιασμένως
closely
ShortDef
closely
Debugging
Headword:
πεπιασμένως
Headword (normalized):
πεπιασμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπιασμενως
IDX:
68062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68063
Key:
Data
{'content': 'closely'}