Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
Πεπάρηθος
πεπασμός
πέπειρα
πέπειρος
πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πέπερι
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
View word page
πεπασμός
concoction of sputum

ShortDef

concoction of sputum

Debugging

Headword:
πεπασμός
Headword (normalized):
πεπασμός
Headword (normalized/stripped):
πεπασμος
IDX:
68052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68053
Key:

Data

{'content': 'concoction of sputum'}