Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
Πεπάρηθος
πεπασμός
πέπειρα
πέπειρος
πεπεισμένως
πεπερασμενάκις
πεπερᾶτος
πέπερι
View word page
πέπανσις
ripening
ShortDef
ripening
Debugging
Headword:
πέπανσις
Headword (normalized):
πέπανσις
Headword (normalized/stripped):
πεπανσις
IDX:
68048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68049
Key:
Data
{'content': 'ripening'}