Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
Πεπάρηθος
πεπασμός
πέπειρα
πέπειρος
πεπεισμένως
View word page
πεπαιδευμένως
in a well-bred manner

ShortDef

in a well-bred manner

Debugging

Headword:
πεπαιδευμένως
Headword (normalized):
πεπαιδευμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπαιδευμενως
IDX:
68045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68046
Key:

Data

{'content': 'in a well-bred manner'}