Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
Πεπάρηθος
πεπασμός
πέπειρα
πέπειρος
View word page
πέος
penis

ShortDef

penis

Debugging

Headword:
πέος
Headword (normalized):
πέος
Headword (normalized/stripped):
πεος
IDX:
68044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68045
Key:

Data

{'content': 'penis'}