Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
Πεπάρηθος
πεπασμός
πέπειρα
View word page
πεοίδης
with a swollen penis

ShortDef

with a swollen penis

Debugging

Headword:
πεοίδης
Headword (normalized):
πεοίδης
Headword (normalized/stripped):
πεοιδης
IDX:
68043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68044
Key:

Data

{'content': 'with a swollen penis'}