Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
πεπαντικός
πεπαρεῖν
Πεπάρηθος
View word page
πέξις
shearing

ShortDef

shearing

Debugging

Headword:
πέξις
Headword (normalized):
πέξις
Headword (normalized/stripped):
πεξις
IDX:
68041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68042
Key:

Data

{'content': 'shearing'}