Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
πέος
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πέπανος
πέπανσις
View word page
πεντώνυχος
with five nails
ShortDef
with five nails
Debugging
Headword:
πεντώνυχος
Headword (normalized):
πεντώνυχος
Headword (normalized/stripped):
πεντωνυχος
IDX:
68038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68039
Key:
Data
{'content': 'with five nails'}