Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
πεοίδης
View word page
πέντοζος
with five branches

ShortDef

with five branches

Debugging

Headword:
πέντοζος
Headword (normalized):
πέντοζος
Headword (normalized/stripped):
πεντοζος
IDX:
68033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68034
Key:

Data

{'content': 'with five branches'}