Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
πεξόν
View word page
πεντηρικός
quinquereme
ShortDef
quinquereme
Debugging
Headword:
πεντηρικός
Headword (normalized):
πεντηρικός
Headword (normalized/stripped):
πεντηρικος
IDX:
68032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68033
Key:
Data
{'content': 'quinquereme'}