Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
πέξις
View word page
πεντήρης
a quinquereme

ShortDef

a quinquereme

Debugging

Headword:
πεντήρης
Headword (normalized):
πεντήρης
Headword (normalized/stripped):
πεντηρης
IDX:
68031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68032
Key:

Data

{'content': 'a quinquereme'}