Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
πεντώρυγος
View word page
πεντηκοστώνης
farmer of the πεντηκοστή

ShortDef

farmer of the πεντηκοστή

Debugging

Headword:
πεντηκοστώνης
Headword (normalized):
πεντηκοστώνης
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστωνης
IDX:
68030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68031
Key:

Data

{'content': 'farmer of the πεντηκοστή'}