Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
πεντώροφος
View word page
πεντηκοστύς
a number of fifty

ShortDef

a number of fifty

Debugging

Headword:
πεντηκοστύς
Headword (normalized):
πεντηκοστύς
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστυς
IDX:
68029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68030
Key:

Data

{'content': 'a number of fifty'}