Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
πεντώνυχος
View word page
πεντηκοστός
fiftieth

ShortDef

fiftieth

Debugging

Headword:
πεντηκοστός
Headword (normalized):
πεντηκοστός
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστος
IDX:
68028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68029
Key:

Data

{'content': 'fiftieth'}