Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
πεντώβολος
πεντώνυμος
View word page
πεντηκοστόπρωτος
fifty-first

ShortDef

fifty-first

Debugging

Headword:
πεντηκοστόπρωτος
Headword (normalized):
πεντηκοστόπρωτος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστοπρωτος
IDX:
68027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68028
Key:

Data

{'content': 'fifty-first'}