Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
πεντορκία
View word page
πεντηκοστολόγιον
office of πεντηκοστολόγοι
ShortDef
office of πεντηκοστολόγοι
Debugging
Headword:
πεντηκοστολόγιον
Headword (normalized):
πεντηκοστολόγιον
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστολογιον
IDX:
68025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68026
Key:
Data
{'content': 'office of πεντηκοστολόγοι'}