Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
πεντόργυιος
View word page
πεντηκοστολογέω
collect the πεντηκοστή

ShortDef

collect the πεντηκοστή

Debugging

Headword:
πεντηκοστολογέω
Headword (normalized):
πεντηκοστολογέω
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστολογεω
IDX:
68024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68025
Key:

Data

{'content': 'collect the πεντηκοστή'}