Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
πεντηρικός
πέντοζος
View word page
πεντηκοστόεκτος
fifty-sixth

ShortDef

fifty-sixth

Debugging

Headword:
πεντηκοστόεκτος
Headword (normalized):
πεντηκοστόεκτος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστοεκτος
IDX:
68023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68024
Key:

Data

{'content': 'fifty-sixth'}