Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοντόγυος
πεντηκοντοκέφαλος
πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
πεντήρης
View word page
πεντηκοστεύομαι
to be charged with the tax

ShortDef

to be charged with the tax

Debugging

Headword:
πεντηκοστεύομαι
Headword (normalized):
πεντηκοστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστευομαι
IDX:
68021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68022
Key:

Data

{'content': 'to be charged with the tax'}