Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντοκέφαλος
πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστόεκτος
πεντηκοστολογέω
πεντηκοστολόγιον
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστόπρωτος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντηκοστώνης
View word page
πεντηκόσταρχος
chairman of the company which farmed the πεντηκοστή

ShortDef

chairman of the company which farmed the πεντηκοστή

Debugging

Headword:
πεντηκόσταρχος
Headword (normalized):
πεντηκόσταρχος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοσταρχος
IDX:
68020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68021
Key:

Data

{'content': 'chairman of the company which farmed the πεντηκοστή'}