Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκόνταρχος
πεντηκοντάς
πεντηκονταστάτηρον
πεντηκονταταλαντία
πεντηκοντατέσσαρες
πεντηκοντατρεῖς
πεντηκοντάχοος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντοκέφαλος
πεντηκοντομέσοδμος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκοντοφύλαξ
πεντηκόσιοι
πεντηκοσταῖος
πεντηκόσταρχος
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
View word page
πεντηκοντοκέφαλος
fifty headed

ShortDef

fifty headed

Debugging

Headword:
πεντηκοντοκέφαλος
Headword (normalized):
πεντηκοντοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντοκεφαλος
IDX:
68012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68013
Key:

Data

{'content': 'fifty headed'}