Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
πεντηκοντάπαις
πεντηκοντάπηχυς
πεντηκοντάπλεθρος
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχία
πεντηκόνταρχος
πεντηκοντάς
πεντηκονταστάτηρον
πεντηκονταταλαντία
πεντηκοντατέσσαρες
πεντηκοντατρεῖς
πεντηκοντάχοος
πεντηκόντερος
View word page
πεντηκοντάπλεθρος
fifty plethra large

ShortDef

fifty plethra large

Debugging

Headword:
πεντηκοντάπλεθρος
Headword (normalized):
πεντηκοντάπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταπλεθρος
IDX:
67999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68000
Key:

Data

{'content': 'fifty plethra large'}