Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβδέλυκτος
Ἄβδηρα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
Ἄβελος
ἀβελτερεύομαι
ἀβελτερία
ἀβελτεροκόκκυξ
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
ἀβίβλης
ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
View word page
ἀβελτερία
silliness, stupidity, fatuity

ShortDef

silliness, stupidity, fatuity

Debugging

Headword:
ἀβελτερία
Headword (normalized):
ἀβελτερία
Headword (normalized/stripped):
αβελτερια
IDX:
67
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68
Key:

Data

{'content': 'silliness, stupidity, fatuity'}