Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
πεντηκοντάπαις
πεντηκοντάπηχυς
πεντηκοντάπλεθρος
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχία
πεντηκόνταρχος
View word page
πεντηκοντακέφαλος
fifty-headed

ShortDef

fifty-headed

Debugging

Headword:
πεντηκοντακέφαλος
Headword (normalized):
πεντηκοντακέφαλος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντακεφαλος
IDX:
67992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67993
Key:

Data

{'content': 'fifty-headed'}