Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
πεντηκοντάπαις
πεντηκοντάπηχυς
πεντηκοντάπλεθρος
View word page
πεντηκονταετία
the age of fifty

ShortDef

the age of fifty

Debugging

Headword:
πεντηκονταετία
Headword (normalized):
πεντηκονταετία
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταετια
IDX:
67989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67990
Key:

Data

{'content': 'the age of fifty'}