Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
ἀναχώρησις
ἀναχωρητέον
ἀναχωρητέος
ἀναχωρητής
ἀναχωρητικός
ἀναχωρίζω
ἀνάχωσις
View word page
ἀναχωνεύω
to fuse again

ShortDef

to fuse again

Debugging

Headword:
ἀναχωνεύω
Headword (normalized):
ἀναχωνεύω
Headword (normalized/stripped):
αναχωνευω
IDX:
6798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6799
Key:

Data

{'content': 'to fuse again'}