Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
πεντηκοντάπαις
πεντηκοντάπηχυς
View word page
πεντηκονταετής
fifty years old

ShortDef

fifty years old

Debugging

Headword:
πεντηκονταετής
Headword (normalized):
πεντηκονταετής
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταετης
IDX:
67988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67989
Key:

Data

{'content': 'fifty years old'}