Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
πεντηκοντάπαις
View word page
πεντηκονταετηρίς
period of fifty years

ShortDef

period of fifty years

Debugging

Headword:
πεντηκονταετηρίς
Headword (normalized):
πεντηκονταετηρίς
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταετηρις
IDX:
67987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67988
Key:

Data

{'content': 'period of fifty years'}