Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
πεντηκονταμηναῖος
πεντηκονταμναῖος
View word page
πεντηκονταέξ
fifty-six

ShortDef

fifty-six

Debugging

Headword:
πεντηκονταέξ
Headword (normalized):
πεντηκονταέξ
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταεξ
IDX:
67986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67987
Key:

Data

{'content': 'fifty-six'}