Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
πεντηκοντακαιτριέτης
πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντακέφαλος
πεντηκοντάκολλος
πεντηκοντάλιτρος
View word page
πεντήκοντα
fifty
ShortDef
fifty
Debugging
Headword:
πεντήκοντα
Headword (normalized):
πεντήκοντα
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντα
IDX:
67984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67985
Key:
Data
{'content': 'fifty'}