Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντέλοιπος
πεντεμυριομέδιμνος
πεντέμυχος
πεντενιαύσιος
πεντέπους
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
πεντηκονταετής
πεντηκονταετία
View word page
πεντετριάζομαι
to conquer five times

ShortDef

to conquer five times

Debugging

Headword:
πεντετριάζομαι
Headword (normalized):
πεντετριάζομαι
Headword (normalized/stripped):
πεντετριαζομαι
IDX:
67979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67980
Key:

Data

{'content': 'to conquer five times'}