Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντελιθίζω
Πεντελικός
πεντέλοιπος
πεντεμυριομέδιμνος
πεντέμυχος
πεντενιαύσιος
πεντέπους
πεντεσύριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρικός
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντετριάζομαι
πεντέχαλκον
πεντέχους
πεντέχρονον
πεντηκονθήμερος
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταέξ
πεντηκονταετηρίς
View word page
πεντετηρίς
a term of five years

ShortDef

a term of five years

Debugging

Headword:
πεντετηρίς
Headword (normalized):
πεντετηρίς
Headword (normalized/stripped):
πεντετηρις
IDX:
67977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67978
Key:

Data

{'content': 'a term of five years'}