Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
ἀναχώρησις
ἀναχωρητέον
ἀναχωρητέος
ἀναχωρητής
ἀναχωρητικός
View word page
ἀναχωματισμός
the throwing up a mound

ShortDef

the throwing up a mound

Debugging

Headword:
ἀναχωματισμός
Headword (normalized):
ἀναχωματισμός
Headword (normalized/stripped):
αναχωματισμος
IDX:
6796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6797
Key:

Data

{'content': 'the throwing up a mound'}