Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
ἀναχώρησις
ἀναχωρητέον
ἀναχωρητέος
ἀναχωρητής
View word page
ἀναχωματίζω
throw up a mound

ShortDef

throw up a mound

Debugging

Headword:
ἀναχωματίζω
Headword (normalized):
ἀναχωματίζω
Headword (normalized/stripped):
αναχωματιζω
IDX:
6795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6796
Key:

Data

{'content': 'throw up a mound'}