Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
ἀναχώρησις
ἀναχωρητέον
ἀναχωρητέος
View word page
ἀνάχωμα
dike, dam
ShortDef
dike, dam
Debugging
Headword:
ἀνάχωμα
Headword (normalized):
ἀνάχωμα
Headword (normalized/stripped):
αναχωμα
IDX:
6794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6795
Key:
Data
{'content': 'dike, dam'}