Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
ἀναχώρησις
View word page
ἀναχύρωτος
without chaff

ShortDef

without chaff

Debugging

Headword:
ἀναχύρωτος
Headword (normalized):
ἀναχύρωτος
Headword (normalized/stripped):
αναχυρωτος
IDX:
6792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6793
Key:

Data

{'content': 'without chaff'}