Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντασυλλάβως
πεντάσχημος
πεντάσχοινος
πεντάτευχος
πενταφάρμακος
πενταφυής
πενταφύλακος
πενταφυλία
πεντάφυλλον
πεντάφυλλος
πένταχα
πενταχίλιοι
πενταχοίνικος
πεντάχοος
πεντάχορδος
πενταχοῦ
πεντάχρονος
πενταχῶς
πέντε
πεντέβαθμος
πεντεβάλανος
View word page
πένταχα
five-fold, in five divisions

ShortDef

five-fold, in five divisions

Debugging

Headword:
πένταχα
Headword (normalized):
πένταχα
Headword (normalized/stripped):
πενταχα
IDX:
67922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67923
Key:

Data

{'content': 'five-fold, in five divisions'}