Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντασυλλαβία
πεντασυλλάβως
πεντάσχημος
πεντάσχοινος
πεντάτευχος
πενταφάρμακος
πενταφυής
πενταφύλακος
πενταφυλία
πεντάφυλλον
πεντάφυλλος
πένταχα
πενταχίλιοι
πενταχοίνικος
πεντάχοος
πεντάχορδος
πενταχοῦ
πεντάχρονος
πενταχῶς
πέντε
πεντέβαθμος
View word page
πεντάφυλλος
five-petalled

ShortDef

five-petalled

Debugging

Headword:
πεντάφυλλος
Headword (normalized):
πεντάφυλλος
Headword (normalized/stripped):
πενταφυλλος
IDX:
67921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67922
Key:

Data

{'content': 'five-petalled'}