Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
View word page
ἀνάχυμα
expanse
ShortDef
expanse
Debugging
Headword:
ἀνάχυμα
Headword (normalized):
ἀνάχυμα
Headword (normalized/stripped):
αναχυμα
IDX:
6791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6792
Key:
Data
{'content': 'expanse'}