Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντάρραγος
πενταρταβία
πενταρταβιαῖος
πενταρχία
πεντάς
πεντάσκαλμος
πεντασπίθαμος
πενταστάδιος
πενταστάτηρος
πεντάστιχος
πεντάστοιχος
πεντάστομος
πεντασυλλαβία
πεντασυλλάβως
πεντάσχημος
πεντάσχοινος
πεντάτευχος
πενταφάρμακος
πενταφυής
πενταφύλακος
πενταφυλία
View word page
πεντάστοιχος
five-rowed

ShortDef

five-rowed

Debugging

Headword:
πεντάστοιχος
Headword (normalized):
πεντάστοιχος
Headword (normalized/stripped):
πενταστοιχος
IDX:
67909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67910
Key:

Data

{'content': 'five-rowed'}