Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντάπτωτος
πεντάπυλος
πεντάρουρος
πεντάρραβδος
πεντάρραγος
πενταρταβία
πενταρταβιαῖος
πενταρχία
πεντάς
πεντάσκαλμος
πεντασπίθαμος
πενταστάδιος
πενταστάτηρος
πεντάστιχος
πεντάστοιχος
πεντάστομος
πεντασυλλαβία
πεντασυλλάβως
πεντάσχημος
πεντάσχοινος
πεντάτευχος
View word page
πεντασπίθαμος
five spans long

ShortDef

five spans long

Debugging

Headword:
πεντασπίθαμος
Headword (normalized):
πεντασπίθαμος
Headword (normalized/stripped):
πεντασπιθαμος
IDX:
67905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67906
Key:

Data

{'content': 'five spans long'}