Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
View word page
ἀναχρώννυμι
colour anew, discolour

ShortDef

colour anew, discolour

Debugging

Headword:
ἀναχρώννυμι
Headword (normalized):
ἀναχρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
αναχρωννυμι
IDX:
6789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6790
Key:

Data

{'content': 'colour anew, discolour'}