Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
ἀναχωματίζω
ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
View word page
ἀναχρονισμός
anachronism

ShortDef

anachronism

Debugging

Headword:
ἀναχρονισμός
Headword (normalized):
ἀναχρονισμός
Headword (normalized/stripped):
αναχρονισμος
IDX:
6787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6788
Key:

Data

{'content': 'anachronism'}