Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
ἀνάχωμα
View word page
ἀνάχρεμψις
coughing up

ShortDef

coughing up

Debugging

Headword:
ἀνάχρεμψις
Headword (normalized):
ἀνάχρεμψις
Headword (normalized/stripped):
αναχρεμψις
IDX:
6784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6785
Key:

Data

{'content': 'coughing up'}