Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
πεντακισμύριοι
πεντακισχίλιοι
πεντάκλινος
πεντακόλουρος
πεντακοσιάρχης
πεντακοσιαρχία
πεντακοσιόδραχμος
πεντακόσιοι
πεντακοσιομέδιμνος
πεντακοσιοστός
πεντακοσιοστύς
πεντακυμία
πεντάκωπος
πεντάλεκτρος
View word page
πεντακόλουρος
five times truncated

ShortDef

five times truncated

Debugging

Headword:
πεντακόλουρος
Headword (normalized):
πεντακόλουρος
Headword (normalized/stripped):
πεντακολουρος
IDX:
67847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67848
Key:

Data

{'content': 'five times truncated'}