Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
πεντάθετος
πενταθλεύω
πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
πεντακισμύριοι
πεντακισχίλιοι
πεντάκλινος
πεντακόλουρος
πεντακοσιάρχης
πεντακοσιαρχία
πεντακοσιόδραχμος
View word page
πένταιχμος
five-pointed

ShortDef

five-pointed

Debugging

Headword:
πένταιχμος
Headword (normalized):
πένταιχμος
Headword (normalized/stripped):
πενταιχμος
IDX:
67840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67841
Key:

Data

{'content': 'five-pointed'}