Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
πεντάθετος
πενταθλεύω
πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
πεντακισμύριοι
πεντακισχίλιοι
πεντάκλινος
πεντακόλουρος
πεντακοσιάρχης
πεντακοσιαρχία
View word page
πένταθλος
one who practises the pentathlon

ShortDef

one who practises the pentathlon

Debugging

Headword:
πένταθλος
Headword (normalized):
πένταθλος
Headword (normalized/stripped):
πενταθλος
IDX:
67839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67840
Key:

Data

{'content': 'one who practises the pentathlon'}