Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
ἀνάχυμα
ἀναχύρωτος
ἀνάχυσις
View word page
ἀναχρέμπτομαι
cough up

ShortDef

cough up

Debugging

Headword:
ἀναχρέμπτομαι
Headword (normalized):
ἀναχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
αναχρεμπτομαι
IDX:
6783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6784
Key:

Data

{'content': 'cough up'}