Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενταετηρία
πενταετηρικός
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
πεντάθετος
πενταθλεύω
πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
πεντακισμύριοι
πεντακισχίλιοι
πεντάκλινος
πεντακόλουρος
View word page
πενταθλητικός
in the πένταθλον

ShortDef

in the πένταθλον

Debugging

Headword:
πενταθλητικός
Headword (normalized):
πενταθλητικός
Headword (normalized/stripped):
πενταθλητικος
IDX:
67837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67838
Key:

Data

{'content': 'in the πένταθλον'}